- ἐπείπερ
- ἐπείafter thatindeclform (conj)ἐπείπερindeclform (conj)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επείπερ — ἐπείπερ και ἐπεί περ (Α) (σύνδ.) επειδή όμως, επειδή και («ἐπείπερ καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ἔπειπερ — ἔπει , ἔπος vácas neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἔπεϊ , ἔπος vácas neut dat sg (epic ionic) ἔπει , ἔπος vácas neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιάπερ — οἷάπερ (Α) παρά το γεγονός ότι, μολονότι, αν και. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷα, ουδ. τής αναφ. αντων. οἷος, οἷα, οἷον + περ (πρβλ. επείπερ)] … Dictionary of Greek
παρασυναπτικός — ή, όν, Α [παρασυνάπτομαι] φρ. «παρασυναπτικός σύνδεσμος» γραμμ. σύνδεσμος που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την προσθήκη ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῡσιν εἰσὶ δὲ οἵδε, ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή,… … Dictionary of Greek
περ — (I) Α (εγκλιτ. μόριο) ΧΡΗΣΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (γενικά) (ως ενισχυτικό τής σημασίας τής λέξης στην οποία προστίθεται) πολύ, πάρα πολύ 2. (ειδικά) Ι. (ιδίως στον Όμ. σε συνεκφορά με τη μτχ. ὤν ως επιτατικό αλλά και βεβαιωτικό συγχρόνως) πολύ ή πράγματι… … Dictionary of Greek